λίχανος

From LSJ
Revision as of 10:42, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
s.e. χορδή;
1 corde de la lyre qu’on touchait avec l'index de la main gauche;
2 son de cette corde.
Étymologie: R. Λιχ, v. λείχω.

Greek Monolingual

λίχανος, ἡ (Α)
1. η τελευταία χορδή της λύρας ή της κιθάρας, η οποία δονείται με τον λιχανό, δηλ. με τον δείκτη του χεριού («ἐάν δὲ τὴν λίχανον κινήσῃ, ἤ τινα ἄλλον φθόγγον, τότε φαίνεται διαφέρειν», Αριστοτ.)
2. ο ήχος που βγαίνει από τη δόνηση αυτής της χορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιχανός, με αναβιβασμό του τόνου].