ἐλλέβορος
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ellébore, plante employée contre la folie ; ◊ prov. πῖθ’ ἑλλέβορον litt. bois de l'ellébore, càd tu es fou, va te faire soigner !.
Étymologie: DELG étym. obsc. ; pê ἐλλός², βιβρώσκω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλλέβορος: и ἑλλέβορος ὁ бот. эллебор, чемерица (Veratrum), по друг. морозник (Helleborus niger или orientalis, растение, ценившееся как средство против душевных болезней Plat., Dem., Sext. - и отчасти как слабительное: ἐ. κινεῖ τὴν ἄνω κοιλίαν Arst.): πῖθ᾽ ἑλλέβορον Arph. попей эллебора, т. е. ты с ума спятил.
Mantoulidis Etymological
(=βότανο γιά θεραπεία τῆς παραφροσύνης). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως πρῶτο συνθετικό ἔλλερα (=φοβερά, κακά) + βόρος τοῦ βιβρώσκω.
Παράγωγα: ἐλλεβορίζω (=δίνω σέ κάποιον νά πιεῖ ἐλλέβορο), ἐλλεβοριάω (=εἶμαι τρελός), ἐλλεβορισμός (=θεραπεία μέ ἐλλέβορο). Γιά ἄλλα παράγωγα δές στο ρῆμα βιβρώσκω.