Ἰνδικός

From LSJ
Revision as of 07:37, 21 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "eye-salve" to "eyesalve")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰνδικός Medium diacritics: Ἰνδικός Low diacritics: Ινδικός Capitals: ΙΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: Indikós Transliteration B: Indikos Transliteration C: Indikos Beta Code: *)indiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Indian: A ἡ Ἰ. χώρη Hdt.3.98: Sup. -ώτατος Philostr. VA1.10:—fem. Ἰνδίς, ίδος, f.l. in Nonn.D.17.377. II Ἰνδικὸν φάρμακον a kind of pepper, Hp.Mul.1.81; but, indigo (cf. infr. 2), PHolm.11.2; also called ἰ. μέλαν ib.9.8. 2 the plant indigo, Indigofera tinctoria, Dsc.5.92. 3 name of an eyesalve, Gal.12.780, al.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰνδικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τοὺς Ἰνδούς· ἡ Ἰνδικὴ χώρα Ἡρόδ. 3. 98· ὡσαύτως θηλ. Ἰνδίς, ίδος, Νόνν. Δ. 17. 377. ΙΙ. Ἰνδικὸν φάρμακον, εἶδος πεπέρεως, Ἱππ. 630. 38, πρβλ. 573. 53. 2) ὡς οὐσ. τὸ ἰνδικόν, ὕλη βαφικὴ κυανόχρους, κοινῶς «λουλάκι», Διοσκ. 5. 101. -Ὑπερθετ. Ἰνδικώτατος, λίθους.. τῶν Ἰνδικωτάτων καὶ θαυμασίων Φιλόστρ. 11 (σ. 9 ἔκδ. Cayser).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de l'Inde, indien ; ἡ Ἰνδική (χώρα) l'Inde.
Étymologie: Ἰνδία.

Greek Monotonic

Ἰνδικός: -ή, -όν (Ἰνδός), Ινδικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.

Middle Liddell

Ἰνδικός, ή, όν Ἰνδός
Indian, Hdt., etc.