πέπρωται
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
πέπρωτο, πεπρωμένος, v. πόρω. πέπταμαι, πεπταμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c'est l'arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.
Greek (Liddell-Scott)
πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.
Greek Monolingual
ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.
Greek Monotonic
πέπρωται: πέπρωτο, γʹ ενικ. παρακ. και υπερσ. του *πόρω· πεπρωμένος, μτχ.
Russian (Dvoretsky)
πέπρωται: эп. 3 л. sing. pf. к πορεῖν.
Frisk Etymological English
Meaning: it is destined by fate
See also: s. πορεῖν.
Frisk Etymology German
πέπρωται: {péprōtai}
Meaning: es ist vom Schicksal bestimmt
See also: s. πορεῖν.
Page 2,509
English (Woodhouse)
(see also: πόρω) it is appointed