ὑπέρθυρον
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
English (LSJ)
τό, = ὑπερθύριον (lintel, lintel of a door or lintel of a gate).
Greek Monolingual
τὸ, Α
το υπέρθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + υπερθύριον (< θύρα), πρβλ. παρα-θύρι(ον)].
Greek Monotonic
ὑπερθύριον: [ῠ], τό (θύρα), πρέκι (οριζόντιο ξύλο ή πέτρα στην κορυφή παραθύρου ή πόρτας), πόρτας ή πύλης, Λατ. superliminare, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρθῠρον: τό верхний дверной брус, притолока Her., Arst., Plut.