ὀφείδιον
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
τό, v. ὀφίδιον.
German (Pape)
[Seite 424] τό, wie ὀφίδιον, dim. von ὄφις, richtigere Form.
Greek (Liddell-Scott)
ὀφείδιον: (ἢ ὀφίδ- κατ’ Ἀττ. Ἐπιγρ.), τό, ὑποκορ. τοῦ ὄφις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 29, 3, Στράβ. 706. ΙΙ. εἶδος ἰχθύος, Λατ. ophidium, Πλίν. 32. 53· ― «ὄφις· ποιὸς ἰχθὺς» Ἡσύχ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 379.
Greek Monolingual
το (ΑΜ ὀφείδιον)
βλ. οφίδιο(ν).