ἀκοινωνία
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ἡ, unsociableness, Pl.Ep.318e.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 insociabilidad Pl.Ep.318e.
2 excomunión Thdr.Lect.HE M.86.189A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοινωνία: ἡ, ἡ μὴ κοινωνικότης, διχόνοια, Ἐπιστ. Πλάτ. 318Ε.
Greek Monolingual
ἀκοινωνία, η (Α) κοινωνία
έλλειψη κοινωνικότητας.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοινωνία: ἡ необщительность или неприязнь Plat.