ἀλεκτρύαινα
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἀλεκτρυών, a hen, coined by Ar.Nu.666.
German (Pape)
[Seite 92] ἡ, Hähnin, kom. W., nach λέαινα gebildet von Ar. Nub. 656.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεκτρύαινα: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἀλεκτορίς.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poule.
Étymologie: ἀλεκτρυών.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
gallina palabra creada por Aristófanes, Ar.Nu.666.
Greek Monolingual
ἀλεκτρύαινα, η (Α)
θηλ. του ἀλεκτρυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη (Νεφέλες) αναλογικά προς το λέαινα.
Greek Monotonic
ἀλεκτρύαινα: ἡ, όρνιθα, κότα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεκτρύαινα: (ᾰλ) ἡ шутл. (по аналогии с λέαινα и т. п.) курица Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεκτρύαινα -ας, ἡ, kom. verzonnen vrouwelijke variant van ἀλεκτρυών hanin.