ἀντία
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
v. sub ἀντίος.
English (Slater)
ἀντία n. pl. of ἀντίος.
a pro adv., adversely, otherwise “τὸ δ' οἴκοθεν ἀντία πράξει” (P. 8.52)
b pro prep.
I c. gen., contrary to σὲ δἀντία προτέρων φθέγξομαι (O. 1.36) καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ against her father's wishes (O. 13.53)
II c. dat., against οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς (P. 4.285)
French (Bailly abrégé)
adv. • ἀντίον, • ἀντία :
1 en face de, gén.;
2 contre, à l'encontre de, gén. rar. dat.
3 de son côté, à son tour : τὸν δ’ ἀντίον ηὔδα OD il lui répondit.
Étymologie: ἀντί.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντία: ἴδε ἐν λ. ἀντίος.
English (Autenrieth)
see ἀντίος.
Spanish (DGE)
• DMic.: a-ti-ja.
Greek Monotonic
ἀντία: ως επίρρ., βλ. ἀντιός II.
Russian (Dvoretsky)
ἀντία: adv. = ἀντίον II.