συγχαρητήριος

From LSJ
Revision as of 16:22, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που εκφράζει συμμετοχή στη χαρά του άλλου, αυτός με τον οποίο συγχαίρει κανείς («συγχαρητήριο τηλεγράφημα»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα συγχαρητήρια
έκφραση χαράς, προφορικώς ή γραπτώς, σε κάποιον για ευφρόσυνο γεγονός που του συνέβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συγχαρη- του αορ. συγχάρηκα του συγχαίρω + επίθημα -τήριος (πρβλ. κινητήριος). Ο τ. συγχαρητήρια μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκ. Δ. Βυζαντίου].