συνεκδρομικῶς
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
Adv. approximately, λέγειν Sch.Iamb. in Nic.p.131 P., Sch. Th. 1.10.
German (Pape)
[Seite 1012] εἰπεῖν, im Allgemeinen sprechen, Schol. Thuc.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. κατ' αναλογία
2. κατά προσέγγιση
3. συνεκδοχικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκδρομή «αναλογία» + επιρρμ. κατάλ. -ικῶς μέσω ενός αμάρτυρου επίθ. συνεκδρομικός].