διδακτυλιαῖος
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
α, ον, two fingers long or broad, διάστημα S.E.M. 10.156, cf. Heliod. ap. Orib.48.23.2, etc.:—so δῐδάκτῠλ-ος, ον, Hp.Art.7, Thphr. HP 9.5.3, IG22.463.78.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de dos dedos de longitud o anchura, διάστημα Dsc.Eup.1.235, S.E.M.10.156, τοῦ ἡλίου φάσις Cleom.2.3.26, ταινίδιον Orib.48.22.2, cf. Gal.18(1).821.
German (Pape)
[Seite 615] α, ον, zwei Finger lang, breit, Sext. Emp. adv. math. 10, 156.
Greek (Liddell-Scott)
διδακτυλιαῖος: -α, -ον, δύο δακτύλων μῆκος ἢ πλάτος ἔχων, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 156· ‒ οὕτω διδάκτῠλος, ον, Ἱππ. Ἄρθρ. 783, Θεόφρ. Φ. Ι. 9, 5.
Russian (Dvoretsky)
διδακτῠλιαῖος: размером (шириной) в два дактиля (ок. 4 см) (διάστημα Sext.).