διφροπηγία
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
ἡ, cart-building, Thphr. HP 5.7.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ construcción de carros Thphr.HP 5.7.6.
German (Pape)
[Seite 645] ἡ, das Wagenbauen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
διφροπηγία: ἡ, ἁμαξοπηγία, ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν δίφρους, ἅρματα, Θεόφρ. Ι. Φ. 5. 7, 6.
Greek Monolingual
διφροπηγία, η (Α)
η τέχνη της κατασκευής δίφρων, αρμάτων.