δυστοκία
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ἡ, A painful delivery, Arist.HA587a10 (pl.), Thphr.HP9.16.1 (pl.). II = δυστεκνία, Man.1.46.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη AP 9.149 (Antip.Thess.)
I 1medic. parto que se presenta con alguna complicación, bien distocia, o simpl. parto difícil, e.e., parto penoso y laborioso περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν Arist.HA 587a10, δυστοκίαν εἶναι διὰ τὸ μῆκος τῆς φορᾶς Arist.GA 719a18, cf. Thphr.HP 9.16.1, Dsc.3.78.3, Sor.4.1 tít., Gal.17(1).786, Aët.16.22, Paul.Aeg.3.76 tít., Heph.Astr.Epit.4.88 tít., Vett.Val.52.19, ref. al de una vaca AP l.c.
2 parto desgraciado por la muerte de la parturienta ICallatis 134.9 (II a.C.).
II δ.· ἐπὶ κακῷ τὸν καθαρὸν τετοκυῖα Hsch. (quizá adj. fem., cf. δυστοκεύς).
German (Pape)
[Seite 689] ἡ, das schwere Gebären, schwere Geburt, Arist. H. A. 7, 10 u. Theophr.
Russian (Dvoretsky)
δυστοκία: ἡ тяжелые роды Arst.
Greek (Liddell-Scott)
δυστοκία: ἡ, ὁ μετὰ πόνων τοκετός, δύσκολος τοκετός, κακὴ γέννα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 7. 10, 1, Θεόφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1, Καλλ. εἰς Δῆλ. 242.
Greek Monolingual
η (AM δυστοκία)
δυσκολία στον τοκετό, δύσκολη γέννα
νεοελλ.
δυσκολία στη λήψη μιας απόφασης, αναβλητικότητα
αρχ.
δυστεκνία.