γαλακτίας
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
-ου, ὁ, with and without κύκλος, = γαλαξίας, Ptol.Alm. 8.2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ la Vía Láctea Ptol.Alm.8.2, cf. γαλαξίας.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτίας: ἴδε ἐν λ. γαλαξίας.
Greek Monolingual
ο (Α γαλακτίας) γάλα
νεοελλ.
συνήθως στον πληθ.
1. τα πρώτα δόντια τών παιδιών, οι νεογιλείς οδόντες
2. τα πρώτα δόντια των αλόγων
αρχ.
γαλακτίας ή «γαλακτίας κύκλος» — ο γαλαξίας.