βοστρυχώδης
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ες, curly, γενειάς Philostr.VS2.5.1.
Spanish (DGE)
-ες
1 rizado γενειάς Philostr.VS 570, cf. VA 3.8, ἕλικες Ael.NA 16.13.
2 βοστρυχῶδες· τὸ [θάλπον ἢ] θάλλον Hsch.
German (Pape)
[Seite 454] ες, lockenartig, geringelt, Philostr. vit. soph. 2, 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
bouclé, frisé.
Étymologie: βόστρυχος, -ωδης.
Greek Monolingual
βοστρυχώδης, -ες (AM) βόστρυχος
ο βοστρυχοειδής.