βουλευμάτιον

From LSJ
Revision as of 11:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλευμάτιον Medium diacritics: βουλευμάτιον Low diacritics: βουλευμάτιον Capitals: ΒΟΥΛΕΥΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: bouleumátion Transliteration B: bouleumation Transliteration C: voulevmation Beta Code: bouleuma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of foreg., Ar.Eq.100.

Spanish (DGE)

-ου, τό dim. de βούλευμα planecito Ar.Eq.100.

German (Pape)

[Seite 457] τό, dim. zum vor., Ar. Equ. 100.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλευμάτιον -ου, τό, demin. van βούλευμα, plannetje.

Russian (Dvoretsky)

βουλευμάτιον: τό маленький план, мыслишка (βουλευμάτια καὶ γνωμίδια Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

βουλευμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 100.

Greek Monolingual

βουλευμάτιον, το (Α) βούλευμα
βούλευμα.

Greek Monotonic

βουλευμάτιον: τό, υποκορ. του προηγ., σε Αριστοφ.