αὐτημερόν
From LSJ
Ἕκτορ νῦν σὺ μὲν ὧδε θέεις ἀκίχητα διώκων → Hector, you run in pursuit of something unattainable | Hector, now art thou hasting thus vainly after what thou mayest not attain | Hector, now you are hasting thus vainly after what you may not attain
English (LSJ)
Ion. for αὐθημερόν, Hdt.2.122.
Spanish (DGE)
v. αὐθημερόν.
French (Bailly abrégé)
ion. c. αὐθημερόν.
Greek Monolingual
αὐτημερόν επίρρ. (Α)
αυθημερόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. του αυθημερόν].
Greek Monotonic
αὐτημερόν: Ιων. αντί αὐθ-ημερόν.
Russian (Dvoretsky)
αὐτημερόν: adv. ион. Her. = αὐθημερόν и αὐτῆμαρ.
German (Pape)
ion. statt αὐθημερόν, Her. 2.122.