ἀκουσμάτιον
From LSJ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
τό, Dim. of ἄκουσμα, Ps.-Luc.Philopatr. 18.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cancioncilla τὸ θαυμάσιον ἐκεῖνο ἀ. ἄεισον Luc.Philopatr.18.
German (Pape)
[Seite 78] τό, kleine Erzählung, Luc. Philop. 18.
Russian (Dvoretsky)
ἀκουσμάτιον: τό маленький рассказ или песенка Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκουσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκουσμα, Ψευδο-Λουκ. Φιλοπατρ. 18.
Greek Monolingual
ἀκουσμάτιον, το (Α)
μικρό διήγημα ή τραγούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. της λ. ἄκουσμα.