ἀνακυκλισμός
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
ὁ, circuit, revolution, ἐνιαυτοῦ μεγάλου D.S.12.36.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
giro, revolución ἐνιαυτοῦ τινος μεγάλου τὸν ἀνακυκλισμὸν λαμβάνει D.S.12.36.
German (Pape)
[Seite 194] ὁ, der Kreislauf, Diod. Sic. 12, 36.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακυκλισμός: ὁ круговорот (Diod. - v.l. к ἀνακυλισμός).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακυκλισμός: ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ ἀνακυλισμός, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἀνακυκλισμός, ο (Α)
συμπλήρωση κύκλου, ξαναγύρισμα.