ξαναγύρισμα
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
Greek Monolingual
το ξαναγυρίζω
1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που του ανήκει, επιστροφή
2. επανάκαμψη, επάνοδος
3. επανατοποθέτηση ανάποδα
4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά.