ἀποκεφαλιστής
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
ἀποκεφαλιστοῦ, ὁ, headsman, beheader, head-chopper, decapitator, Str.11.14.14.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ verdugo encargado de decapitar Str.11.14.14.
German (Pape)
[Seite 306] ὁ, der Kopfabschneider, Strab.
Greek Monolingual
ο (AM ἀποκεφαλιστής)
1. αυτός που εκτελεί τον αποκεφαλισμό, ο δήμιος
νεοελλ.
«Αγιος Ιωάννης ο Αποκεφαλιστής» (αντί αποκεφαλισθείς)
ο Άγιος Ιωάννης ο Βαπτιστής, όταν γιορτάζεται τον Αύγουστο σ' ανάμνηση του αποκεφαλισμού του.