ἀπρόσικτος
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ον, unattainable, ἔρωτες Pi.N.11.48.
Spanish (DGE)
-ον
inalcanzable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Pi.N.11.48.
German (Pape)
[Seite 339] unerreichbar, ἔρωτες Pind. N. 11, 48.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inabordable.
Étymologie: ἀ, προσικνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσικτος: -ον, ἀνέφικτος, ἀπροσίκτων δ’ ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι Πινδ. Ν. 11 ἐν τέλ.
English (Slater)
ἀπρόσικτος unattainable ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι (N. 11.48)
Greek Monolingual
ἀπρόσικτος, -ον (Α) προσικνούμαι
ανέφικτος.
Greek Monotonic
ἀπρόσικτος: -ον, ακατόρθωτος, ανέφικτος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπρόσικτος: недоступный (ἔρωτες Pind.).
Middle Liddell
not to be attained, Pind.