ἀρρύπαντος
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
English (LSJ)
[ῠ], ον, unsoiled, Eust.598.43. Adv. -τως, gloss on καθαρῶς, Tz.ad Hes.Op.337.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρύ- Sch.A.Pers.611
que no está sucio, limpio τὰ γὰρ λευκὰ καὶ καθαρὰ καὶ φωτεινὰ καὶ ἀρύπαντα Sch.A.l.c., τὰ δὲ ἀνωτάτω καθαρώτατα εἰσι καὶ ἀρρύπαντα Eust.598.43
•en lit. crist., fig. de pers. puro, no mancillado de la Virgen, Nil.M.79.189C, de Cristo ὁ ἀ. καὶ καθαρός Phys.B 295.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρύπαντος: -ον, ὁ μὴ ῥυπανθείς, μὴ μολυνθείς, ἄσπιλος, καθαρός, Εὐστ. 598. 43. ― Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334. ― μνημονεύεται προσέτι ἀρρύπωτος, ον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613.
Greek Monolingual
ἀρρύπαντος, -ον (AM) ρυπαίνω
ο αρρύπαρος.
German (Pape)
nicht beschmutzt.