σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility
ἡ, v. sub ἠχέω, ἰαχή.
v. ἡχή, ἰαχή.
ἀχά: (ᾱᾱ) ἡ дор. Aesch., Eur. = ἠχή.
ἀχά: ἡ, ἴδε ἐν λ. ἠχέω, ἰαχή.
ἀχά: Δωρ. αντί ἠχή, ἡ.