ἀτάρχυτος
From LSJ
μὴ εἴπῃς ὠς οὐκ ἔστι Ζεύς → don't say that there is no Zeus
English (LSJ)
unburied, Ps.-Phoc.99, Lyc.1326; cf. ἀταρίχευτος.
Spanish (DGE)
(ἀτάρχῡτος) -ον
insepulto γαῖαν ἐπιμοιρᾶσθαι ἀταρχύτοις νεκύεσσιν Ps.Phoc.99, cf. Lyc.1326, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτάρχῡτος: ἄταφος, Ψευδο-Φωκυλ. 93, Λυκόφρ. 1326.
Greek Monolingual
ἀτάρχυτος, -ον (Α) ταρχύω
ο άταφος.
German (Pape)
[ῡ] ῥιφαί, unbegraben, unbeerdigt, Lycophr. 1326.