ἐκμηκύνω
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
strengthened for μηκύνω, D.H.1.56 (Pass.), 6.83, J.BJ7.8.3 (Pass.).
Spanish (DGE)
1 alargar, prolongar τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίαν D.H.11.44, οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνον D.H.6.83
•ret., de períodos, frases hacer largo, extenderse en τοσαύτην ... περίφρασιν D.H.Dem.7.5, αὐτάς (τὰς διηγήσεις) D.H.Is.14.2, ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχων y tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas D.H.Th.10.4, cf. 19.1, περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί δεῖ παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...; Heraclit.All.33.
2 intr., en v. med. prolongarse, continuar (ὁδός) I.BI 7.282, ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένην D.H.1.56.
German (Pape)
[Seite 769] verstärktes simplex, D. Hal. 6, 83 u. öfter, bes. von der Rede.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμηκύνω: ἐπιτεταμένον ἀντὶ τοῦ μηκύνω, Διον. Ἁλ. 6. 83.
Greek Monolingual
ἐκμηκύνω (Α)
1. εκτείνω σε όλο το μήκος
2. (για χρόνο) αυξάνω τη διάρκεια
3. (για λόγο) μιλώ διεξοδικά.