ἐλαχιστάκις
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
English (LSJ)
Adv. fewest times, least often, Hp.Fract.42.
Spanish (DGE)
adv. pocas veces, raramente ἐ. μὲν τοῦτο γίνεται Hp.Fract.42.
German (Pape)
[Seite 792] sehr selten, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαχιστάκις: ἐπίρρ., σπανιώτατα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 777.
Greek Monolingual
ἐλαχιστάκις (Α)
επίρρ. ελάχιστες φορές, σπανιότατα.