ἐμπεριληπτικός

From LSJ
Revision as of 19:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεριληπτικός Medium diacritics: ἐμπεριληπτικός Low diacritics: εμπεριληπτικός Capitals: ΕΜΠΕΡΙΛΗΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emperilēptikós Transliteration B: emperilēptikos Transliteration C: emperiliptikos Beta Code: e)mperilhptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, comprehending, inclusive, τινός A.D.Synt.36.1, al.: abs., ἐ. τρόπος Epicur.Nat.28.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
inclusivo, que comprende o abarca c. gen. ἀνάγκη οὖν ἐστι προσγίνεσθαι τὸ ἄρθρον τῷ ἐμπεριληπτικῷ τοῦ μέρους es obligatorio que el artículo se añada a lo que es inclusivo de la parte A.D.Synt.36.1, cf. 38.22, 39.5, θέλουσιν ... τὸ δεύτερον σημαινόμενον ἐμπεριληπτικὸν εἶναι τοῦ πρώτου S.E.M.11.30.

German (Pape)

[Seite 812] ή, όν, in sich enthaltand, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπεριληπτικός: охватывающий, содержащий в себе (τινος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεριληπτικός: -ή, -όν, ὁ ἐμπεριλαμβάνων, περιληπτικός, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 3. 171, Ἀπολλ. Δ. π. Συντάξ. 36. 1.

Greek Monolingual

ἐμπεριληπτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που συμπεριλαμβάνει κάτι.