ἄστεκτος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον, (στέγω) insufferable, Hsch., A.Fr.224 ap.AB456 (Hsch. ἄστερκτα), Paul.Aeg.5.16, Dsc.Ther.13. Adv. -τως Hsch.
Spanish (DGE)
-ον
1 insoportable ἄστεκτα A.Fr.224, ὁ καῦσος Paul.Aeg.5.16, Dsc.Ther.13, cf. Phld.Epicur.Tract.2.5, Hsch.
2 adv. ἀστέκτως = de forma insoportable Hsch.
German (Pape)
Greek Monolingual
ἄστεκτος, -ον (Α) στέγω
ο ανυπόφορος.