ἔμμεν
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἔμμεναι, Ep. for εἶναι, v. εἰμί.
Spanish (DGE)
v. εἰμί.
French (Bailly abrégé)
dor. inf. prés. de εἰμί.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμμεν: ἔμμεναι, Ἐπ. ἀντὶ τοῦ εἶναι, ἴδε εἰμί.
Greek Monolingual
ἔμμεν και ἔμμεναι (Α)
(απρμφ.) εἶναι.
Greek Monotonic
ἔμμεν: ἔμμεναι, Επικ. αντί εἶναι, απαρ. του εἰμί (sum).
Russian (Dvoretsky)
ἔμμεν: (αι) эп. = ἔμεν(αι).