ἔνοδμος
From LSJ
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ἔνοδμον, (ὀδμή) swect-smelling, fresh, Nic.Th.41.
Spanish (DGE)
-ον
apestoso, de olor fuerte τὸ δὲ τοιοῦτον ἄλγημα ... συριγγῶδες καὶ ἔνοδμον Hp.Epid.7.5, κέρας Nic.Th.41.
German (Pape)
[Seite 849] duftend, frisch, Nic. Th. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνοδμος: -ον, (ὀδμή), ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ ὀσμήν, πρόσφατος, Νικ. Θηρ. 41.
Greek Monolingual
ἔνοδμος, -ον (Α) οδμή
αυτός που έχει τη συνηθισμένη του οσμή, πρόσφατος, φρέσκος.