διενειλέω

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διενειλέω Medium diacritics: διενειλέω Low diacritics: διενειλέω Capitals: ΔΙΕΝΕΙΛΕΩ
Transliteration A: dieneiléō Transliteration B: dieneileō Transliteration C: dieneileo Beta Code: dieneile/w

English (LSJ)

involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.

Spanish (DGE)

v. διελλαμβάνω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.

Greek (Liddell-Scott)

διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.

Russian (Dvoretsky)

διενειλέω: закручивать, завивать: λόγος πολλαῖς ὁδοῖς διενειλημένος Luc. многосложно-хитросплетенная речь.

German (Pape)

ganz ein-, verwickeln, Luc. Philopatr. 1.