θεραπηΐη
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
ἡ, Ion. for θεραπεία (q.v.):—also θεραπηΐας: βωμολοχίας, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1200] ἡ, ion., = θεραπεία, Dienerschaft, s. oben.
French (Bailly abrégé)
ion. c. θεραπεία.
Russian (Dvoretsky)
θερᾰπηΐη: ἡ ион. = θεραπεία.
Greek (Liddell-Scott)
θερᾰπηΐη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ θεραπεία, Ἡρόδ.
Greek Monotonic
θερᾰπηΐη: ἡ, Ιων. αντί θεραπεία.