Τριτογενής

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τρῑτογενής Medium diacritics: Τριτογενής Low diacritics: Τριτογενής Capitals: ΤΡΙΤΟΓΕΝΗΣ
Transliteration A: Tritogenḗs Transliteration B: Tritogenēs Transliteration C: Tritogenis Beta Code: *tritogenh/s

English (LSJ)

έος, ἡ, collat. form of Τριτογένεια, h.Hom.28.4, Orac. ap. Hdt.7.141, Ar.Eq. 1189, IG12.529, al.
II prov., παῖς μοι τριτογενὴς εἴη, μὴ τριτογένεια, apptly. of children born on the third or 23rd of the month ("ἀρρενώδεις γὰρ αἱ τοιαῦται γυναῖκες"), Sch.BT Il.8.39, cf. Suid. s.v. τριτογένεια.

French (Bailly abrégé)

οῦς (ἡ) :
c. Τριτογένεια.

Greek (Liddell-Scott)

Τρῐτογενής: έος, ἡ, σπάνιος τύπος ἰσοδύναμος τῷ προηγ., Ὕμν. Ὁμ. 28. 4, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1189· ἀλλὰ διαστέλλεται ἀπ’ αὐτοῦ, παῖς μοι Τριτογενὴς εἴη, μὴ Τριτογένεια Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἰλ. Θ. 39.

Greek Monotonic

Τρῑτογενής: -έος, ἡ, = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν., Χρησμ. παρ' Ηροδ.