δαΐκτωρ
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ορος, ὁ, = δαϊκτήρ 2, γάμος A.Supp.798 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ορος
desgarrador, asesino πρὶν δαΐκτορος ... γάμου κυρῆσαι A.Supp.798.
German (Pape)
[Seite 514] ὁ, = δαϊκτήρ, Aesch. Suppl. 779.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
déchirant (gémissement).
Étymologie: δαΐζω.
Russian (Dvoretsky)
δαΐκτωρ: ορος adj. m мучительный, жестокий (γάμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δαΐκτωρ: -ορος, ὁ, = δαϊκτὴρ 2, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 798.
Greek Monolingual
δαΐκτωρ (-ορος), ο (Α) δαΐζω (Ι)]
ο δαϊκτήρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δαΐκτωρ -ορος [δαΐζω] als adj. (hart)verscheurend.