γόον
From LSJ
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
English (LSJ)
v. γοάω.
Spanish (DGE)
v. γοάω.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
acc. de γόος;
ao.2 épq. de γοάω.
Russian (Dvoretsky)
γόον:
I acc. к γόος.
II эп. aor. 2 к γοάω.
Greek (Liddell-Scott)
γόον: ἴδε ἐν λ. γοάω.
English (Autenrieth)
see γοάω.
Greek Monotonic
γόον: Επικ. αόρ. βʹ ή παρατ. του γοάω.