εὐπρυμνής

From LSJ
Revision as of 13:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρυμνής Medium diacritics: εὐπρυμνής Low diacritics: ευπρυμνής Capitals: ΕΥΠΡΥΜΝΗΣ
Transliteration A: euprymnḗs Transliteration B: euprymnēs Transliteration C: efprymnis Beta Code: eu)prumnh/s

English (LSJ)

ές, well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a le vent en poupe, càd au vent propice ; fig. qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρυμνής: досл. с крепкой кормой, перен. прочный, непоколебимый (χάρις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.

Greek Monolingual

εὐπρυμνής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη.