κουφισμός

From LSJ
Revision as of 13:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφισμός Medium diacritics: κουφισμός Low diacritics: κουφισμός Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kouphismós Transliteration B: kouphismos Transliteration C: koufismos Beta Code: koufismo/s

English (LSJ)

ὁ, A = κούφισις, ἀκληρημάτων D.S.25.17; συμφορᾶς J.AJ4.8.23; πάθους Plu.2.79c; πένθους κ. Epigr.Gr.406.8 (Iconium): abs., Carneisc.Herc.1027.15; remission of taxation, Cod.Just.10.16.13 Intr.: Medic., alleviation, Erasistr. ap. Gal.5.139; κ. ποιέεσθαι, of remittent fevers, Aret.CA1.1 (pl.). II elision, Eust.150.24 (pl.), al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Russian (Dvoretsky)

κουφισμός: ὁ Plut. = κούφισμα.

Greek (Liddell-Scott)

κουφισμός: ὁ, = κούφισις. Πλούτ. 2. 79C· πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8· κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1· ― ἀνακούφισις ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. ἔκθλιψις, «κατὰ κουφισμόν, ἤτοι ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.

Greek Monolingual

κουφισμός, ὁ (AM) κουφίζω (II)]
1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)
2. φορολογική απαλλαγή
μσν.
1. γραμμ. έκθλιψη
2. ανύψωση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφισμός -οῦ, ὁ [κουφίζω] verlichting, opluchting.