πάρδαλος
From LSJ
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
English (LSJ)
ὁ, A v.l. for πάρδος in Ael.NA1.31. II a gregarious bird, perhaps the plover, Arist.HA617b6.
German (Pape)
[Seite 509] ὁ, = πάρδαλις, Ael. H. A. 1, 31, v.l. für πάρδος. – Bei Arist. H. A. 9, 23 ein Vogel von aschgrauer Farbe.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte d'oiseau tacheté.
Étymologie: DELG emprunt au lat. pardus, mais cf. πάρδαλις.
Russian (Dvoretsky)
πάρδαλος: ὁ предполож. скворец Arst.
Greek (Liddell-Scott)
πάρδᾰλος: ὁ, διάφ. γραφ. πάρδος ἐν Αἰλ. π. Ζ. 1. 31. ΙΙ. πτηνόν τι ἐκ τῶν κατ’ ἀγέλας πετομένων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 23, 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ο πάρδος
2. το πτηνό χαραδριός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. πάρδαλις κατά τα αρσ. σε -ος].