λόχονδε

From LSJ
Revision as of 14:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λόχονδε Medium diacritics: λόχονδε Low diacritics: λόχονδε Capitals: ΛΟΧΟΝΔΕ
Transliteration A: lóchonde Transliteration B: lochonde Transliteration C: lochonde Beta Code: lo/xonde

English (LSJ)

Adv., v. λόχος 1.2.

French (Bailly abrégé)

adv.
pour aller en embuscade.
Étymologie: λόχος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

λόχονδε: adv.
1) в засаду (ἰέναι Hom.);
2) для устройства засады (ἄνδρας ἀριοτῆας κρίνειν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

λόχονδε: Ἐπίρρ., ἴδε λόχος Ι. 2.

Greek Monolingual

λόχονδε (Α)
επίρρ. για ενέδρα, για καρτέριοὔτε λόχονδ' ἰέναι σὺν ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόχος «ενέδρα, καρτέρι» (αιτ. λόχον) + επιρρμ. κατάλ. -δε].

Greek Monotonic

λόχονδε: επίρρ., ενεδρεύοντας, στήνοντας ενέδρα, σε Όμηρ.

Middle Liddell

to ambush, for an ambuscade, Hom.