μουσομανής

From LSJ
Revision as of 14:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσομᾰνής Medium diacritics: μουσομανής Low diacritics: μουσομανής Capitals: ΜΟΥΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: mousomanḗs Transliteration B: mousomanēs Transliteration C: mousomanis Beta Code: mousomanh/s

English (LSJ)

ές, A devoted to melody, τέττιξ AP10.16 (Theaet.). 2 v. foreg.

German (Pape)

[Seite 211] ές, von den Musen verzückt, begeistert, die Musenkünste leidenschaftlich liebend; τέττιξ, Theaet. Schol. 2 (X, 16); vgl. Soph. frg. 747 bei Plut. non posse. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
épris des Muses, passionné pour les arts, la poésie, la musique.
Étymologie: μοῦσα, μαίνομαι.

Russian (Dvoretsky)

μουσομᾰνής: одержимый музами, увлеченный искусством (τέττιξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μουσομᾰνής: -ές, ὁ περιπαθῶς ἀφωσιωμένος εἰς τὰς Μούσας, εἰς τὴν μουσικὴν ἢ εἰς τὰς καλὰς τέχνας, Σοφ. Ἀποσπ. 747· τέττιξ Ἀνθ. Π. 10. 16.

Greek Monolingual

μουσομανής, -ές (Α)
λάτρης τών Μουσών, αυτός που αγαπά τη μουσική και γενικά τις καλές τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. θεο-μανής, νυμφο-μανής].

Greek Monotonic

μουσομᾰνής: -ές, αφοσιωμένος, αφιερωμένος στις Μούσες, σε Ανθ.

Middle Liddell

μουσο-μᾰνής, ές
devoted to the Muses, Anth.