πίθων
From LSJ
ἀναπηδῆσαι πρὸς τὸν πάππον → jumped up on his grandfather's knees, sprang up into his grandfather's lap
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, little ape, Babr.56.4: καλὸς π. παρὰ παισίν Pi.P.2.72, cf. Sostrat. ap. Eust.1665.53.
German (Pape)
[Seite 614] ὁ, = πίθηκος, Schmeichler, Pind. P. 2, 72; Sostrat. bei Eust.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
c. πίθηκος.
Russian (Dvoretsky)
πίθων: ωνος (ῐ) ὁ
1) обезьянка Babr.;
2) лукавец, льстец Pind.
Greek (Liddell-Scott)
πίθων: ὁ, ὁ μικρὸς πίθηκος, Βάβρ. 56. 4· ἐν χρήσει ἐπὶ κόλακος Πινδ. Π. 2. 132, πρβλ. Σώστρατ. παρ’ Εὐστ. 1665. 53.
English (Slater)
πῐθων monkey καλός τοι πίθων παρὰ παισίν, αἰεὶ καλός (P. 2.72)
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
1. μικρός πίθηκος, μαϊμουδάκι
2. κόλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του πίθ-ηκ-ος, με επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. δρόμ-ων, τρίβ-ων)].
Greek Monotonic
πίθων: ὁ, μικρός πίθηκος, σε Βάβρ.· λέγεται για τον κόλακα, σε Πίνδ.