παρῳδέω
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
write by way of parody, D.L.4.52, Luc.Cont.14, etc.; π. ἐπί τινι τόδε τὸ ἐλεγεῖον Philostr.VS1.5; ἅπερ ἐκ τῶν Ἡσιόδου… Ἠοίων πεπαρῴδηται Ath.8.364b, cf. Sch.Ar.Pl.253, etc.
German (Pape)
[Seite 529] 1) daneben singen, nebenbei besingen, anführen. – 2) ein Lied verändert, parodirt singen, bes. einen Gesang auf komische Weise nachahmen, Schol. Ar. Ach. 8 παρ. καλεῖται, ὅταν ἐκ τραγῳδίας μετενεχθῇ; so Ath. VIII, 364 b; Luc. Char. 14 u. öfter, u. a. Sp. Daher auch χλευάζειν erkl., verspotten, parodiren, Sp.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chanter un air en le parodiant, parodier.
Étymologie: παρῳδός.
Greek (Liddell-Scott)
παρῳδέω: διαστρέφω τι ἐπὶ τὸ κωμικώτερον, μεταβάλλω σκωπτικῶς τὰς λέξεις ποιήματός τινος, (ἴδε παρῳδία), Διογ. Λ. 4. 52, Λουκ. Χαρίδημ. 14, κτλ.· π. ἐπί τινι τὸ ἐλεγεῖον Φιλόστρ. 486· ἐκ τῶν Ἡσιόδου .. Ἠοίων πεπαρῴδηται Ἀθήν. 364Β, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 263. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «παρῳδοῦντες· παρατραγῳδοῦντες. χλευάζοντες»: ― ῥημ. ἐπίθ., παρῳδητέον, παρῳδητέον τὰ ἔπη Εὐστ. 1423. 2.
Russian (Dvoretsky)
παρῳδέω: переделывать на смешной лад, пародировать Diog. L., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρῳδέω [παρῳδός] parodiëren.