περδικοθήρας
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ου, ὁ, partridge-catcher, name of a species of hawk, Ael.NA12.4.
German (Pape)
[Seite 564] ὁ, Rebhuhnjäger, -sänger, eine Art ἱέραξ, Ael. H. A. 12, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chasseur de perdrix.
Étymologie: πέρδιξ, θηράω.
Greek (Liddell-Scott)
περδῑκοθήρας: -ου, ὁ, θηρεύων πέρδικας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
1. ο κυνηγός πέρδικας
2. είδος γερακιού με βασική λεία την πέρδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, -ικος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσο-θήρας].