περδικοθήρας

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περδῑκοθήρας Medium diacritics: περδικοθήρας Low diacritics: περδικοθήρας Capitals: ΠΕΡΔΙΚΟΘΗΡΑΣ
Transliteration A: perdikothḗras Transliteration B: perdikothēras Transliteration C: perdikothiras Beta Code: perdikoqh/ras

English (LSJ)

-ου, ὁ, partridge-catcher, name of a species of hawk, Ael.NA12.4.

German (Pape)

[Seite 564] ὁ, Rebhuhnjäger, -sänger, eine Art ἱέραξ, Ael. H. A. 12, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur de perdrix.
Étymologie: πέρδιξ, θηράω.

Greek (Liddell-Scott)

περδῑκοθήρας: -ου, ὁ, θηρεύων πέρδικας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 4.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. ο κυνηγός πέρδικας
2. είδος γερακιού με βασική λεία την πέρδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρδιξ, -ικος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].