περιφλύω

From LSJ
Revision as of 15:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφλύω Medium diacritics: περιφλύω Low diacritics: περιφλύω Capitals: ΠΕΡΙΦΛΥΩ
Transliteration A: periphlýō Transliteration B: periphlyō Transliteration C: periflyo Beta Code: periflu/w

English (LSJ)

v. περιφλεύω.

German (Pape)

[Seite 599] ringsum verbrennen, versengen, vom Blitze, Ar. Nubb. 395, wie περιφλεύω.

French (Bailly abrégé)

brûler en partie.
Étymologie: c. περιφλεύω.

Russian (Dvoretsky)

περιφλύω: (ῡ) обжигать, опалять (τοὺς ζῶντας Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

περιφλύω: ἴδε περιφλεύω.

Greek Monolingual

Α
1. (για κεραυνό) απανθρακώνω
2. (για την ράβδο του Ααρών) κάνω να βλαστήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρεφθαρμένο τ. του περιφλεύω].

Greek Monotonic

περιφλύω: βλ. περιφλεύω.