σιλλαίνω

From LSJ
Revision as of 15:50, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σιλλαίνω Medium diacritics: σιλλαίνω Low diacritics: σιλλαίνω Capitals: ΣΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: sillaínō Transliteration B: sillainō Transliteration C: sillaino Beta Code: sillai/nw

English (LSJ)

(σίλλος) insult, mock, Herod.1.19, Ael.VH3.40, Poll. 2.54, D.L.9.111, Sch.Il.2.212, etc.

German (Pape)

[Seite 881] verhöhnen, verspotten, durchziehen, τινά, D. L. 9, 111; Luc. Prom. 8, Ael. V. H. 3, 40; Poll. 9, 148.

French (Bailly abrégé)

se moquer de, acc..
Étymologie: σίλλος.

Russian (Dvoretsky)

σιλλαίνω: высмеивать, вышучивать (τινά Luc., Diog. L.).

Greek (Liddell-Scott)

σιλλαίνω: (σίλλος) ὑβρίζω, σκώπτω, ἐμπαίζω, χλευάζω, διασύρω, «ἀπὸ τοῦ τοῖς ἰλλοῖς, τουτέστι τοῖς ὀφθαλμοῖς, σίνεσθαι» Ἡσύχ., Διογ. Λ. 9. 111, Λουκ. Προμ. 8, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 40, Πολύδ. Β΄, 54, κτλ.

Greek Monolingual

Α σίλλος
χλευάζω, διασύρω.

Greek Monotonic

σιλλαίνω: (σίλλος), προσβάλλω, χλευάζω, εμπαίζω, περιγελώ, διασύρω, σε Λουκ.

Middle Liddell

σιλλαίνω, σίλλος
to insult, mock, jeer, banter, Luc.