σπονδῖτις

From LSJ
Revision as of 15:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπονδῖτις Medium diacritics: σπονδῖτις Low diacritics: σπονδίτις Capitals: ΣΠΟΝΔΙΤΙΣ
Transliteration A: spondîtis Transliteration B: sponditis Transliteration C: sponditis Beta Code: spondi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, she who makes a libation, making a σπονδή, AP6.190 (Gaet.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui sert aux libations.
Étymologie: σπονδή.

Russian (Dvoretsky)

σπονδῖτις: ῐδος adj. f служащая для возлияний (σταγών Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σπονδῖτις: -ίδος, ἡ, ἡ κάμνουσα σπονδήν, τῆς σπονδῆς, Ἀνθ. Π. 6. 190.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
αυτή που κάνει σπονδήσταγόνα σπονδῑτιν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + επίθημα -ῖτις (πρβλ. σελην-ῖτις)].

Greek Monotonic

σπονδῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προσφέρει σπονδή, σε Ανθ.

Middle Liddell

σπονδῖτις, ιδος,
making a σπονδή, Anth.