συνεισπέμπω
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
send into along with, Ael.VH12.43codd.
German (Pape)
[Seite 1011] mit hineinschicken, Ael. H. A. 12, 43.
French (Bailly abrégé)
envoyer qqe part avec.
Étymologie: σύν, εἰσπέμπω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισπέμπω: μέλλ. -ψω, εἰσπέμπω ὁμοῦ μετά τινος, ἔνθα ὁ Κοραῆς διώρθωσε: συνεκπέμπω, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12, 43, ἴδε σημ. Κοραῆ (σ. 332 ἐν τέλει), ἴδε καὶ Θησ. Στεφ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
Α
στέλλω κάπου κάποιον μαζί με άλλον («τοῖς δούλοις, οὓς συνεισέπεμπον τοῖς υἱοῖς oἱ πατέρες», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + εἰσπέμπω «στέλλω»].